- ἄγρῃ
- ἄγραhuntingfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἄγρη — ἄγρα hunting fem nom/voc sg (epic ionic) ἄ̱γρη , ἀγρέω take imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀγρέω take pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀγρέω take imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύβολος — εὔβολος, ον (Α) 1. αυτός που ρίχνει με ευστοχία τον βόλο, το ζάρι («Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος») 2. αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη ζαριά 3. ο επιτυχημένος, ο εύστοχος («εὔβολος ἄγρη», Οππ.). επίρρ... εὐβόλως 1. φρ. «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων»… … Dictionary of Greek
πανδήμιος — και δωρ. τ. πανδάμιος, ον, Α [πάνδημος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρο τον λαό, κοινός, δημόσιος 2. αυτός που γίνεται με τη συμμετοχή ολόκληρου τού λαού, παλλαϊκός 3. φρ. α) «πανδήμιος πόλις» η πόλη με όλους τους κατοίκους της β)… … Dictionary of Greek
πολύαρκυς — ὁ, ἡ, Α αυτός που γίνεται με πολλά δίχτια («πολύαρκυς ἄγρη», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄρκυς «κυνηγετικό δίχτυ»] … Dictionary of Greek
aĝ- (*heĝ-) — aĝ (*heĝ ) English meaning: to lead, *drive cattle Deutsche Übersetzung: “treiben” (actually probably “mit geschwungenen Armen treiben”), ‘schwingen”, in Bewegung setzen, fũhren” Grammatical information: originally limited to… … Proto-Indo-European etymological dictionary